- αισθηματολογώ
- 1. εκφράζω ερωτικά συναισθήματα, ερωτολογώ2. μιλώ παρασυρόμενος από τα συναισθήματά μου, χωρίς να βασίζομαι στη λογική.[ΕΤΥΜΟΛ. < αισθηματολόγος.ΠΑΡ. αισθηματολόγημα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αισθηματολογώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αισθηματολογώ — αισθηματολόγησα 1. μιλάω συναισθηματικά, ερωτοτροπώ: Μόλις έβρισκε ευκαιρία αισθηματολογούσε. 2. κρίνω συναισθηματικά και όχι λογικά: Οι ρομαντικοί αισθηματολογούν στα έργα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αισθηματολόγημα — το [αισθηματολογώ] η αισθηματολογία* … Dictionary of Greek
ερωτολογώ — έω και άω 1. μιλώ για έρωτα 2. ερωτοτροπώ, αισθηματολογώ 3. καταγίνομαι στο να συνάπτω ερωτικές σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτολόγος. Η λ. μαρτυρείται στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek